Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Το γνωμικό της ημέρας - 001



Οι μεγάλοι είναι μεγάλοι μόνο επειδή εμείς είμαστε γονατιστοί.
~Pierre-Joseph Proudhon

Η Παρακμή


 

 Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και μια καλή ιταλική τσόντα. Τα συστατικά για ένα όμορφο μοναχικό βράδυ, συμπυκνωμένα σε μία πρόταση. Ο ρομαντισμός κι η προστυχιά, η αντιφατικότητα της ανθρώπινης φύσης, βρίσκονταν εκείνη την νύχτα στο διαμέρισμά μου.

 Συντροφιά μου, όπως είπα, το μπουκάλι, το οποίο άνοιξα απρόσεκτα, με τα κλασικά κομμάτια φελλού να πέφτουν μέσα στο κρασί. Έπειτα, έβαλα τον δίσκο στο γκρίζο μηχάνημα και το θέαμα ξεκίνησε. Αλκοόλ και απρόσωπο σεξ, η γλυκιά παρακμή της κοινωνίας. Την αγκάλιασα, όπως πάντα.

 Πολλοί πιστεύουν πως οι τσόντες είναι ένα απλό υλικό αυνανισμού, άλλο ένα ερωτικό βοήθημα. Διάολε, ακόμα και οι τσοντοπαραγωγοί τις αντιμετωπίζουν έτσι. Εγώ όμως, τις βλέπω αλλιώς. Διακρίνω μέσα τους μία διεστραμμένη καλλιτεχνικότητα, καθώς περιέχουν όλη την ωμότητα και την βρωμιά της κοινωνίας μας, χωρίς κανένα περιτύλιγμα πολιτισμού. Δεν είναι αισθησιακές ταινίες, είναι κοινωνικές ταινίες.

 Ο ήχος του τηλεφώνου ξεχώρισε ανάμεσα στα βογγητά. Απάντησα, χωρίς να διακόψω την ταινία.

 «Ναι.», είπα αδιάφορα.

«Έλα ρε μαλάκα!», είπε με ενθουσιασμό η Φωνή.

 Έπειτα, η Φωνή μου εξήγησε πως είναι ο Δημήτρης και πως θα ήθελε να πιούμε ένα ποτό μαζί. Φαινόταν καλή ιδέα, κι έτσι του είπα πως θα τον συναντούσα σε ένα μισάωρο στο μπαρ.

 Έβαλα το μαύρο παντελόνι μου, τα μαύρα παπούτσια μου και το μαύρο μπουφάν μου. Βγήκα έξω σαν κρητικός σε πένθος, κι ανακάλυψα πως έβρεχε. Μου αρέσει η βροχή. Έβαλα την κουκούλα μου, άναψα ένα φτηνό τσιγάρο και άρχισα το περπάτημα. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, κι οι δρόμοι ήταν άδειοι. Στα σοκάκια, υπήρχε διάχυτη η αίσθηση της παρακμής, αυτή η αίσθηση που ήθελα τόσο απελπισμένα να γευτώ, να αγκαλιάσω.

 Έφτασα στο μπαρ. Μπήκα μέσα. Όπως πάντα, αυτό το μέρος έζεχνε καπνό. Όπως πάντα, ένιωθα σαν στο σπίτι μου.

 Ο Δημήτρης καθόταν στην μπάρα. Τον ξεχώρισα αμέσως από τους άλλους, λόγω της εμφάνισης του. Είναι σχετικά ψηλός και εύσωμος, ενώ τα μάτια του μοιάζουν με μαύρα κουμπιά. Κάθισα δίπλα του.

 «Έλα.», είπα.

«Έλα.»

«Τι νέα;»
«Τίποτα.», απάντησε βαριεστημένα. «Εσύ;»
«Τίποτα.»

 Η συζήτηση μας ξεχείλιζε ενδιαφέρον. Κοίταξα την σερβιτόρα, και της παρήγγειλα ένα ουίσκι. Το ίδιο έκανε κι ο Δημήτρης. Αυτό το παιδί ήξερε να πίνει. Ρούφηξα το ποτό μου, κι αποφάσισα να ξεκινήσω μια συζήτηση.

 «Ξέρεις, είδα μία ωραία τσόντα σήμερα.»

«Ναι;», είπε, και τα μάτια του άστραψαν.

«Ναι. Ιταλική. Πρώτο πράγμα.»

«Λεσβιακή ή ετεροφυλοφιλική;»
«Κλασικά πράματα, άντρας με γυναίκα. Με καλόγρια, για την ακρίβεια.»

«Σώπα!»

 Η συζήτηση δεν κυλούσε. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Κοίταξα γύρω μου, και είδα μια κοκκινομάλλα να κάθεται μόνη της σε ένα τραπέζι. Φαινόταν μικρή, γύρω στα 20, και είχε κάτι το πρόστυχο πάνω της. Μάλλον το βλέμμα της. Φόραγε μία μαύρη μπλούζα με βαθύ ντεκολτέ, και ένα μίνι σορτσάκι που τόνιζε τα καλοσχηματισμένα πόδια της. Μου άρεσε πολύ.

«Δημήτρη, κοίτα δεξιά! Την κοκκινομάλλα. Όχι την χοντρή ρε μαλάκα, την άλλη!»
«Α, ναι. Καλό καυλάκι.»

«Λες να βάλουμε μπροστά το κόλπο;»

Κάρφωσε με το βλέμμα του το ποτό του και άρχισε να σκέφτεται.

«Χμ… Α, δεν πάει στον διάολο; Γιατί όχι;» ανακοίνωσε με αποφασιστικότητα και σηκώθηκε όρθιος.

 Το κόλπο, βλέπετε, είναι μία τακτική που εφαρμόζαμε συχνά με τον Δημήτρη. Όταν κάποιος από μας ήθελε μία γυναίκα, ο άλλος πήγαινε και της την έπεφτε με τον πιο αισχρό τρόπο. Έπειτα, ο πρώτος εμφανιζόταν και απάλλασσε την όμορφη δεσποσύνη από τον εξαθλιωμένο μεθύστακα και γινόταν ο ήρωας της υπόθεσης. Παίζαμε κι οι δύο πολύ καλά τον ρόλο του έκφυλου μπεκρούλιακα, κυρίως επειδή ήμασταν δύο έκφυλοι μπεκρούλιακες.

 Ο Δημήτρης πλησίασε την κοπέλα, κάθισε δίπλα της και συστήθηκε. Παράγγειλα άλλο ένα σκέτο ουίσκι, και μόλις έφτασε το ήπια μονορούφι. Παρατήρησα πως ο Δημήτρης χασκογελούσε αυτάρεσκα, κι η κοπέλα φαινόταν αμήχανη και ενοχλημένη. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, έτσι πήρα ένα ακόμη ουίσκι. Αφού το τελείωσα, πήγα προς το μέρος τους για να αρχίσει η αληθινή παράσταση…

 Μόλις με είδε, ο Δημήτρης έβαλε μπρος όλη την διεστραμμένη μεγαλοφυΐα του.


«Λοιπόν, ας μπούμε στο ψητό. Πάμε στην τουαλέτα;», της είπε με μία επιτηδευμένα αηδιαστική χροιά στην φωνή του.

«Τι.. τι να κάνουμε εκεί;»

«Να μου πάρεις μία πίπα.», απάντησε ψυχρά. Σηκώθηκε όρθιος.

«Τι;!»

«Αυτό που άκουσες! ΠΑΡΕ ΜΟΥ ΜΙΑ ΠΙΠΑ!», ούρλιαξε τραβώντας την από το μανίκι.

Αυτό ήταν το σινιάλο για την είσοδό μου. Πλησίασα πιο κοντά στο τραπέζι τους, έπιασα από τον Δημήτρη από τον λαιμό και φώναξα άγρια:
«Απομακρύνσου από την κοπέλα αλλιώς θα σου σπάσω τον λαιμό, μπάσταρδε!»

«Καλά, συγγνώμη φίλε… Μην εξάπτεσαι…»

 Ο Δημήτρης έφυγε με την ουρά κάτω απ’τα σκέλια. Γεννημένος ηθοποιός! Εγώ, από την άλλη, κάθισα δίπλα στην κοπέλα.

«Είσαι καλά;», ρώτησα, προσπαθώντας να προσποιηθώ ενδιαφέρον.

«Ναι. Ευχαριστώ πολύ, ήταν μεγάλος μαλάκας!», είπε κοκκινίζοντας.

 Έβγαλα ένα τσιγάρο απ’το πακέτο. Το χτύπησα πάνω στο τραπέζι για να κατέβει ο καπνός και ύστερα το άναψα. Ρουφηξιά, εισπνοή, εκπνοή. Γλυκιά ρουτίνα.

«Πώς σε λένε;», την ρώτησα.

«Λυδία.»

«Ωραίο όνομα.»

«Εσένα;»

«Γιάννη.»

«Επίσης όμορφο όνομα!»

«Σε παρακαλώ, μην με δουλεύεις. Τα τρία τέταρτα του ανδρικού πληθυσμού της Ελλάδας ονομάζονται Γιάννηδες.», της απάντησα με κυνισμό.

«Ω, συγγνώμη, δεν ήθελα να…»

«Ξέρω, ξέρω. Μην απολογείσαι.»

 Παράγγειλα ξανά ένα ουίσκι, και μόλις έφτασε το κατέβασα αμέσως. Το τέταρτο της βραδιάς.

«Μίλα μου για σένα, Λυδία.»

 Τα ουίσκια άρχισαν να επιδρούν, καθώς χρειάστηκαν δύο προσπάθειες για να πω το όνομά της. Εκείνη άρχισε να μιλάει. Και έπειτα συνέχισε. Και συνέχισε. Και δεν σταματούσε. Θεέ μου, πόση ώρα μιλάει;! Δεν παίρνει ανάσες αυτή η κοπέλα; Πλέον τα λόγια της μοιάζουν με ενοχλητικό θόρυβο.

Και τότε, έκανα το μεγαλύτερο λάθος της βραδιάς.

Πήρα το πέμπτο ουίσκι.

 Μόλις το ήπια, πλησίασα κοντά της. Μιλούσε ακατάπαυστα επί 15 λεπτά. Αποφάσισα να κάνω κάτι γι’αυτό. Την έπιασα από τους ώμους, και την φίλησα βίαια. Τα χείλια μου σφράγισαν τα δικά της, και την ανάγκασαν να κόψει την πάρλα. Εκείνη βέβαια, δεν περίμενε το φιλί, έτσι μου δάγκωσε την γλώσσα δύο φορές. Ελπίζω καταλάθος.

 Το φιλί πρέπει να διήρκησε πολύ ώρα, αν θυμάμαι καλά. Δυστυχώς, σε μία φάση άρχισα να ζαλίζομαι, αλλά δεν την σταμάτησα επειδή φοβόμουν πως θα συνεχίσει τον μονόλογο. Έτσι, έγινε το μοιραίο.

 Ξέρασα μέσα στο στόμα της.

 Ούρλιαξε από αηδία και έμεινα να κοιτάει την μπλούζα της, το σορτσάκι της και τα υπέροχα πόδια της, γεμάτα ξερατά που βρωμούσαν χειρότερα από σκατά. Ύστερα άρχισε να με βρίζει. Σύμφωνα με τα λόγια της, ήμουν αηδιαστικός, απαίσιος, αισχρός, σιχαμερός! Δεν είχε κι άδικο. Σηκώθηκα, ενώ εκείνη ακόμη με έλουζε βρισιές, και πήγα στην τουαλέτα να πλυθώ. Αφού βγήκα, πήρα το μπουφάν μου και τα τσιγάρα μου, σκούντηξα τον Δημήτρη, πληρώσαμε και φύγαμε.  Δεν χαιρέτησα την Λυδία. Δεν την ξανασυνάντησα ποτέ.

 Όπως περπατούσαμε προς το σπίτι μου, ο Δημήτρης μίλαγε για το περιστατικό. Δεν τον άκουγα. Σκεφτόμουν το μεθύσι, τα τσιγάρα, τον αλκοολισμό, τον καρκίνο, τις γυναίκες, την άρρωστη μητέρα μου και τον θάνατο.

Ύστερα, άναψα άλλο ένα τσιγάρο. Ρουφηξιά, εισπνοή, εκπνοή. Η ίδια γλυκιά, θανατηφόρα ρουτίνα.

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Το χρονικό μιας χαμένης ψυχής


 
 Ο Βαγγέλης ήξερε τι ήθελε. Και ήξερε πώς να το πάρει. Απλώς πλησίαζε την κοπελίτσα, έλεγε ένα αστειάκι για να σπάσει τον πάγο, ανέφερε το επάγγελμά του και ύστερα την πήγαινε στο ρετιρέ του για ένα πρώτης τάξεως ξέσκισμα. Και μετά τέλος. Την έστελνε σπιτάκι της, με τα παπούτσια στο χέρι και το σπέρμα να κατρακυλάει στα μπούτια της. Απλά πράγματα.

 Οι γυναίκες, κατά τον Βαγγέλη, ήταν σαν τις μπριζόλες.  Όχι, δεν γαμούσε μπριζόλες, αλλά τις έψηνε, τις έτρωγε, και αφού είχε γλύψει το μεδούλι τις πέταγε στα σκουπίδια. Έτσι έκανε και με τις γυναίκες, τις οποίες έριχνε με χαρακτηριστική ευκολία. Τα λεφτά του βοηθούσαν. Το διαμέρισμα του βοηθούσε. Το αμάξι του βοηθούσε. Διάολε, αυτό το τζιπ ήταν σωστός μουνομαγνήτης! Ναι, ήταν πλούσιος. Ο Βαγγέλης ήταν πιο πλούσιος από όσο θα ‘πρεπε. 

 Όπως έκανε σχεδόν κάθε νύχτα, μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο του και ξεκίνησε για ένα από τα πολλά μπαρ που σύχναζε. Έβρεχε, κι έτσι δυσκολευόταν να δει τον δρόμο. Όμως, βασίστηκε ως συνήθως στο ένστικτο του, το οποίο ποτέ δεν τον προσέδιδε. Ο Βαγγέλης ήταν ένα πλάσμα της συνήθειας. Σπανίως ξέφευγε από το γνώριμο, όσο περιπετειώδης κι αν ήθελε να το παίξει στα μουνάκια, κι όποτε το επιχειρούσε ήταν απλώς μία πράξη εντυπωσιασμού, κάτι το οποίο επίσης συνήθιζε. Ναι, ο Βαγγέλης ήταν όλο φιγούρα, μόστρα, κολόνια και αυτοπεποίθηση.  

 Μπήκε στο μπαρ και κοντοστάθηκε για λίγο. Έπειτα χαμογέλασε λες και έβλεπε κάποιο αόρατο μουνί να ξανοίγεται μπροστά του, έβγαλε το παλτό του και κάθισε σε ένα σκαμπό δίπλα στην μπάρα. Παρήγγειλε ένα ουίσκι με σόδα και έκανε μία γύρα με τα μάτια του, διακριτικά, όλο το μαγαζί. Επικεντρώθηκε στις κοπέλες. Ψηλές, κοντές, χοντρές, λεπτές, όμορφες, άσχημες, μεγάλα βυζιά, μικρά βυζιά, στητοί κώλοι, σάπιοι κώλοι, μικρά μάτια, ορθάνοιχτα μάτια, λερωμένη μάσκαρα, λυπημένο πρόσωπο, χαρτομάντηλα στο τραπέζι, φαινομενικά ευάλωτη.

 Στόχος ελήφθη.

 Πήρε το ποτό του και κάθισε δίπλα της. Είχε ωραίο στήθος, γλυκό πρόσωπο και φαινόταν πληγωμένη. Ό,τι καλύτερο μπορούσε να ζητήσει πέρα από θεραπεία για τον έρπη.

 «Γειά σου.» της είπε, χαμογελώντας. Η φωνή του ήταν βαριά και ακουγόταν σαν να είχε καταπιεί σπασμένο γυαλί.

 «Γειά….» απάντησε εκείνη, χωρίς να χαμογελάσει.

 «Ποιο είναι το όνομά σου;»

«Ιώλη.»

«Ιώλη… Όμορφο, σπάνιο όνομα.»

«Ευχαριστώ.», απάντησε και της ξέφυγε ένα μικρό χαμόγελο.

«Εμένα με λένε Βαγγέλη. Γιατί είσαι τόσο στενοχωρημένη;»

 Η συζήτηση είχε φτάσει στο σημείο όπου εκείνος προσποιούταν ενδιαφέρον, κι εκείνη του έλεγε τα προβλήματά της. Του είπε για τον γκόμενο της που την είχε παρατήσει, για το αφεντικό της που την καταπίεζε και για την μητέρα της που της φερόταν σαν να ήταν έφηβη ακόμα.

 Τίποτα από όλα αυτά δεν τον ένοιαζε. Ενώ εκείνη μιλούσε, εκείνος παρατηρούσε τους θαμώνες του μπαρ με την άκρη του ματιού του. Υπήρχε καλό πράγμα. Νέα, ζουμερά μουνιά. Η καλύτερη από όλες ήταν μία κοκκινομάλλα, η οποία καθόταν με έναν τυπάκο που έπινε συνέχεια. Φαινόταν φτωχομπινές. Η κοκκινομάλλα μιλούσε ακατάπαυστα και ο τύπος έπινε με ρυθμό πυροβόλου. Έμοιαζε λες και έκαναν διαγωνισμό. Ο Βαγγέλης σύγκρινε νοητά τον εαυτό του με τον μπεκρή και αποφάνθηκε πως ήταν δέκα φορές καλύτερος από αυτό το θλιβερό ανθρωπάκι. Αυτή η σκέψη τον καθησύχασε.

 «Να σου πω, ομορφούλα, θες να συνεχίσουμε την κουβέντα μας σπίτι μου;», ψιθύρισε στο αυτί της Ιώλης, ενώ τα δάχτυλα του χάιδεψαν απαλά το μάγουλό της.

 «Εντάξει…», είπε, και στην φωνή της διακρινόταν μία μικρή δόση δισταγμού, αγκαλιασμένη με μία θανατηφόρα αύξηση στο ηθικό της.

 Ο Βαγγέλης την έβαλε μέσα στο αμάξι του και την οδήγησε σπίτι του, όπως τα πουλιά κουβαλούν τα σκουλήκια στην φωλιά τους για να ταΐσουν τα μικρά, πεινασμένα πουλάκια τους. Όμως ο Βαγγέλης είχε μόνο ένα πεινασμένο πουλάκι. Και ήταν μεγάλο.

 Μέσα στο αυτοκίνητο, οι δυό τους παρέμεναν κυρίως σιωπηλοί, με μικρά διαλλείματα ψιλοκουβέντας για τον βροχερό καιρό. Ωστόσο, η σεξουαλική ένταση επικρατούσε στην ατμόσφαιρα. Τα παράθυρα θόλωναν, η βροχή έπεφτε με περισσότερη οργή και η βροντή των κεραυνών ήταν η ηχητική κάλυψη της διαδρομής.

 Έπειτα από λίγο έφτασαν στο σπίτι του και ο Βαγγέλης πάρκαρε, ώστε να ξεδιπλωθεί η τελευταία πράξη του έργου. Είπε στην Ιώλη να προχωρήσει μπροστά, ενώ εκείνος έψαχνε τα κλειδιά του σπιτιού. Εκείνη τον άκουσε, προχώρησε και κοντοστάθηκε μπροστά από την εξώπορτα της πολυκατοικίας. Μία θλιβερή λάμπα φώτιζε την είσοδο, ενώ το σκοτάδι καταβρόχθιζε τον υπόλοιπο χώρο. Άκουσε τον ήχο ενός μηνύματος στο κινητό της. Το άνοιξε και ενώ το διάβαζε, ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της. Έκανε λάθος. Την ήθελε πίσω. Την αγαπούσε! 

 Έκανε μία στροφή για να γυρίσει πίσω, όμως κάτι της έκοψε την φόρα. Ένα γυαλιστερό μαχαίρι την αντίκριζε κατάματα. Τα πάντα έμοιαζαν να κινούνται σε αργή κίνηση, κι εκείνη ήθελε να ουρλιάξει, να κλάψει, να τον ρωτήσει «γιατί;» ενώ η λεπίδα καρφωνόταν βίαια στον λαιμό της. Το αίμα την έπνιγε. Πεταγόταν σαν πίδακας, και το ζεστό άγγιγμά του αγκάλιαζε τα πάντα τριγύρω. Οποιαδήποτε κραυγή προσπαθούσε να βγάλει κατέληγε σε μία κόκκινη κόλαση, καθώς το αίμα πεταγόταν ακόμα πιο βίαια και γέμιζε τα πνευμόνια της. Τα πάντα γύριζαν, εκείνη, ο Βαγγέλης, το μαχαίρι, η λάμπα. Μονάχα η γη έμοιαζε να είχε μείνει ακίνητη και να θρηνεί για την τύχη της φτωχής Ιώλης, ενώ εκείνη τελικά αποδέχθηκε την μοίρα της και αφέθηκε στην εξώπορτα του θανάτου.


  Ο Βαγγέλης παρακολουθούσε τις τελευταίες αναπνοές της. Έμοιαζε τόσο ήρεμη. Εκείνος ένιωσε πρωτόγνωρα. Ήταν η πρώτη του φορά. Το έκανε ενστικτωδώς. Ένιωθε παντοδύναμος, λες και είχε ανέβει επίπεδο και δεν άνηκε πια στην ανθρωπότητα, αλλά η ανθρωπότητα άνηκε σε εκείνον. Την παρακολουθούσε βλοσυρός, ενώ αναπαυόταν σε έναν θρόνο από χρυσά σύννεφα. Ένιωθε πως μπορούσε να σκοτώσει αγγέλους. Ένιωθε πως στις φλέβες του δεν έρρεε αίμα, αλλά κάτι ανώτερο. Ίσως νέκταρ και αμβροσία. Δεν ένιωθε άνθρωπος. Ένιωθε θεός!

 Έβγαλε αργά το μαχαίρι από τον λαιμό της, και το έφερε στο ύψος των ματιών του. Παρακολούθησε το αίμα να στάζει στην γη, σαν να την ποτίζει. Άνοιξε διάπλατα το στόμα του, έβγαλε την γλώσσα του έξω και με την άκρη της, έγλυψε την λάμα του μαχαιριού. Κοίταξε ξανά το πτώμα. Φαινόταν πολύ ειρηνική. Εντελώς ήρεμη.

 Σχεδόν χαρούμενη.

 Έκλεισε τα μάτια του, πήρε μία βαθιά ανάσα και έμπηξε το μαχαίρι μέσα στην καρδιά του.

 Σωριάστηκε αμέσως στο πάτωμα, ο πόνος ήταν ανυπόφορος, αλλά αναγκαίος και περίπου όμορφος. Ενώ ψυχορραγούσε,  πέρασαν πολλές σκέψεις από το μυαλό του. Λίγο προτού πεθάνει έκανε έναν απολογισμό της βραδιάς, όπως έκανε κάθε βράδυ προτού πέσει για ύπνο.

 Σκέφτηκε την κοκκινομάλλα στο μπαρ και τον κακόμοιρο γκόμενο της.

 Ναι, ήταν σίγουρα δέκα φορές καλύτερος από αυτόν τον τύπο.